Κυριακή 28 Οκτωβρίου 2012

Για τον παππού που δε γνώρισα,

με αφορμή μια κουβέντα που είχα σήμερα....

Για τις παρελάσεις, για τους θεσμούς, για τους επισήμους.
Σε μια χώρα που έχει χάσει την ταυτότητά της,
που προσπαθεί να αρπαχτεί κάθε φορά από ό,τι βρίσκει πρόχειρο:
Από τους αρχαίους, ή τους βυζαντινούς, από τους σοφούς ή τους επιστήμονες.
Και που για επιτεύγματα και πράξεις παλιές και άλλων ανθρώπων θεωρεί πως όλοι πρέπει να της χρωστάνε.
Σε μια χώρα που έχει χρεοκοπήσει από αξιακής και ηθικής άποψης πολύ πριν χρεοκοπήσει οικονομικά, που θα εμπιστευθεί πάλι αυτόν που θα του τάξει τα περισσότερα.

Που τα παιδιά δεν ξέρουν τί έγινε το 1940, παρά μόνο ότι δε θα έχουν σχολείο, που οι "φιλειρηνιστές" θέλουν να σταματήσουν οι παρελάσεις, που οι πωρωμένοι με το στρατό τις υποστηρίζουν με σθένος, και εμείς το βλέπουμε ευκαιρία να γλυτώσουμε μια μέρα από τη δουλειά.

Ο παππούς που δε γνώρισα, είχε πολεμήσει στην Αλβανία, όπως και πολλοί παππούδες των συνομηλίκων μου. Και γύρισε από εκεί με τα πόδια, στο χωριό του στη Σπάρτη. Κι αν αυτός ο άνθρωπος δε ζει, άλλοι ζουν. και είναι κρίμα να μετατρέπονται οι παρελάσεις σε τσίρκο. Υπάρχει ο χρόνος και το μέρος για όλα. Η παρέλαση δεν είναι ούτε ο χώρος, ούτε ο χρόνος.

Μπορεί να μην αλλάξουμε ποτέ παππού...
Μα σ' ευχαριστώ.


Κυριακή 14 Οκτωβρίου 2012

:)






 Στίχοι / Μουσική / Πρώτη εκτέλεση: Διονύσης Σαββόπουλος
Σχέση ρουτίνας και πλήξης τρελής
 σχέση ταπείνωσης και προσμονής
πώς το αντέξαν μπαμπάς και μαμά
 και ο θείος ο Μίμης κι Βέμπω η θεά;

Σχέση του γάμου του συμβιβασμού
μα το ρεφραίν ανεβαίνει αλλού,
νύχτα στον κήπο στα τζάμια βροχή
σαν παλιά μελωδία στο αμπαζούρ
το θαλασσί.

 Μονάχος μιλάς μπουμπουκάκι
 να μπω λιγουλάκι κι εγώ
 τα δυο ποδαράκια μου πάγοι
 στα δυο τα ζεστά σου ας χωθούν,
που σβήσαν τα σώματα οι σπάγκοι
με τέτοιο Φλεβάρη καιρό.

 Σ' αγαπώ σε παντρεύομαι,
σ' αγαπώ σ' ονειρεύομαι,
σ' αγαπώ είμαι παιδάκι σου
μια φωτιά στο καθρεφτάκι σου.
Σ' αγαπώ μάτια, ξανθά μαλλιά,
 σ' αγαπώ χείλη ρόδινα, πορφυρά,
μεταξωτά παντού
του ουρανού και του προσώπου αυτού.

Σχέση διαψεύσεων,
σχέση πληγών,
λάτιν με πλάτη κι οι δυο οκλαδόν.
Ξάφνου ο στίχος αρπάζει φωτιά
 κατακόκκινα τζάμια κι ο ήλιος βουτιά.

 Στην Πατησίων μια δύση χρυσή
ήλιε αρχηγέ μου ρεφραίν μου εσύ,
απ' τον φεγγίτη του μπάνιου πηδάς
κι όλο κάλτσες, σλιπάκια
στα πλακάκια σκορπάς.

Τα βλέφαρα κλείσε ζουζούνι
και σκύψε τη γκλάβα σου εδώ
μην πάει στα μάτια σαπούνι
και πεις πως σε τύφλωσα εγώ,
 στην κάμαρα σου 'χω κουστούμι
κουκλί στο χορό να σε ιδώ.

Σ' αγαπώ σε παντρεύομαι,
σ' αγαπώ σ' ονειρεύομαι,
σ' αγαπώ είμαι παιδάκι σου
μια φωτιά στο καθρεφτάκι σου.
Σ' αγαπώ μάτια, ξανθά μαλλιά,
 σ' αγαπώ χείλη ρόδινα,
πορφυρά, μεταξωτά παντού
του ουρανού και του προσώπου αυτού.