Τρίτη πρωί, πρώτη μέρα στη δουλειά μετά τις εξετάσεις. Νιώθω το μυαλό μου έτοιμο να εκραγεί, μια μάζα από τόσες πληροφορίες σφιχταγκαλιασμένες που δε μπορώ πλέον να χρησιμοποιήσω καμία. Καταφέρνω να φύγω για λίγο από τη δουλειά και πάω προς το Πανεπιστήμιο. Μέρα ζεστή, με ήλιο, χαμογελάω χωρίς λόγο. Οι γονείς μου δεν καταλαβαίνουν τί μου αρέσει στην Αθήνα, όπως και πολλοί άλλοι. Ξαφνικά, εκεί που περπατάω με χτυπάει στη μύτη ένα γνώριμο άρωμα. Νεραντζιές.... Φυλακισμένες, πίσω από λαμαρίνες και ανάμεσα σε μπάζα δεν το βάζουν κάτω. Κάνουν αισθητή την παρουσία τους με τη βοήθεια του ανέμου αρκετά τετράγωνα πιο μακριά. Νεραντζιές... πόσα χρόνια πίσω με πάνε, στην πλατεία που έπαιζα παιδί. Το άρωμα αυτό με συντρόφευε μέρα μέρα και πάντα με έκανε να χαμογελάω.
Τρίτη μεσημέρι, τέλος δουλειάς. Πάιρνω το λεωφορείο και βουρ για το σπίτι. Πιάνω βιαστικά μια θέση δίπλα στο μεγάλο παράθυρο και το ανοίγω τέρμα. Ορμάνε μέσα οι θόρυβοι του δρόμου και τα μαλλιά μου ανακατεύονται από τον αέρα που με χτυπάει στο πρόσωπο. Μα δε με νοιάζει, πάντα πετάνε τα μαλλιά μου, τώρα θα στρώσουν?
Στο λεωφορείο του κτελ πιάνω γαλαρία και παράθυρο. Παρατηρώ τον κόσμο γύρω μου. Οι περισσότεροι νέοι στην ηλικία, μιλάνε συνέχεια στο κινητό. Τα νιάτα είναι οργισμένα πλέον. Βλέπω μια μικρή - 14χρονη- και μου θυμίζει μια παλιά μαθήτριά μου. Σκέφτομαι ότι τελικά ήμουν πολύ συγκαταβατική ως έφηβη. Οι νέοι γονείς έχουν σηκώσει τα χέρια ψηλά στην πλειοψηφία τους.
Βλέπω τα δέντρα - όσα δεν κάηκαν και πέρσυ το καλοκαίρι- πράσινα, ανθισμένα. ο ήλιος κάνει τη θάλασσα ακόμα πιο επιθυμητή. Με το που κατεβαίνω από το λεωφορείο με χτυπάει η μυρωδιά της.Ιώδιο. Ο πατέρας μου με περιμένει με ανυπομονησία, με ρωτάει τί κάνω και περιμένει να του σκάσω φιλί στο μάγουλο. Πίσω στο παιδικό δωμάτιο έχουν μείνει μερικά έπιπλα από τα παλιά μου που το κάνουν πολύ γνώριμο. Βεράντα, μπανανιά, φοίνικες, θέα, ουρανός. Πίσω μπαλκόνι: βουνό, κάστρο, φεγγάρι. και γύρω γύρω σπίτια παλιών συμμαθητών.
Πρώτη φορά Πάσχα στην πόλη μου. Συμμαθητές, φίλοι, παλιοί δάσκαλοι και καθηγητές, κουτουλάμε ο ένας στον άλλο και λέμε πεταχτά τα νέα μας μετά την ανάσταση. Είχα ανάγκη να ξεφύγω.
Πέμπτη. Απόγευμα. Φασίνα στο σπίτι, πάλι πίσω στη μεγάλη πόλη. Σταματώ λίγο να ξεκουραστώ και ξαπλώνω βαριεστημένα στον καναπέ, πατώντας την τηλεόραση. Ξαφνικά, μουσική! Από εκείνη την παλιά, της άλλης εποχής. Ακορντεόν και κλαρινέτο. πετάγομαι, βγαίνω στο μπαλκόνι. Δυο άνδρες, αγνώστων λοιπών στοιχείων περιφέρονται στη γειτονιά παίζοντας. οι κυρίες απέναντι στο μπαλκόνι αδιαφορούν, μάλλον συζητάνε για κάτι σοβαρό. ο δίπλα παίρνει τηλέφωνο στο κινητό να ακούσει η φιλη του. Μια γιαγιά σταματάει λίγο να πλένει το μπαλκόνι της αναπολώντας ίσως. Τα παιδιά τους περιτριγυρίζουν κι εγώ βιντεοσκοπώ, ενώ ο ήλιος έχει αρχίσει να γλύφει το μπαλκόνι μου, σημάδι ότι η άνοιξη μπήκε για τα καλά.Ένα ζευγάρι κάτω στο δρόμο ψάχνει τους κάδους, σκουπιδιών και ανακύκλωσης. φαίνονται καλά ντυμένοι, οπότε μου κάνει εντύπωση. Απογοητευμένοι ίσως φεύγουν, οι μουσικοί που τόσο όμορφα αναστάτωσαν τη ρουτίνα μας σιγά σιγά προχωρούν να ξαφνιάσουν και κάποια άλλη γειτονιά και τα παιδιά συνεχίζουν το παιχνίδι τους...
Τρίτη μεσημέρι, τέλος δουλειάς. Πάιρνω το λεωφορείο και βουρ για το σπίτι. Πιάνω βιαστικά μια θέση δίπλα στο μεγάλο παράθυρο και το ανοίγω τέρμα. Ορμάνε μέσα οι θόρυβοι του δρόμου και τα μαλλιά μου ανακατεύονται από τον αέρα που με χτυπάει στο πρόσωπο. Μα δε με νοιάζει, πάντα πετάνε τα μαλλιά μου, τώρα θα στρώσουν?
Στο λεωφορείο του κτελ πιάνω γαλαρία και παράθυρο. Παρατηρώ τον κόσμο γύρω μου. Οι περισσότεροι νέοι στην ηλικία, μιλάνε συνέχεια στο κινητό. Τα νιάτα είναι οργισμένα πλέον. Βλέπω μια μικρή - 14χρονη- και μου θυμίζει μια παλιά μαθήτριά μου. Σκέφτομαι ότι τελικά ήμουν πολύ συγκαταβατική ως έφηβη. Οι νέοι γονείς έχουν σηκώσει τα χέρια ψηλά στην πλειοψηφία τους.
Βλέπω τα δέντρα - όσα δεν κάηκαν και πέρσυ το καλοκαίρι- πράσινα, ανθισμένα. ο ήλιος κάνει τη θάλασσα ακόμα πιο επιθυμητή. Με το που κατεβαίνω από το λεωφορείο με χτυπάει η μυρωδιά της.Ιώδιο. Ο πατέρας μου με περιμένει με ανυπομονησία, με ρωτάει τί κάνω και περιμένει να του σκάσω φιλί στο μάγουλο. Πίσω στο παιδικό δωμάτιο έχουν μείνει μερικά έπιπλα από τα παλιά μου που το κάνουν πολύ γνώριμο. Βεράντα, μπανανιά, φοίνικες, θέα, ουρανός. Πίσω μπαλκόνι: βουνό, κάστρο, φεγγάρι. και γύρω γύρω σπίτια παλιών συμμαθητών.
Πρώτη φορά Πάσχα στην πόλη μου. Συμμαθητές, φίλοι, παλιοί δάσκαλοι και καθηγητές, κουτουλάμε ο ένας στον άλλο και λέμε πεταχτά τα νέα μας μετά την ανάσταση. Είχα ανάγκη να ξεφύγω.
Πέμπτη. Απόγευμα. Φασίνα στο σπίτι, πάλι πίσω στη μεγάλη πόλη. Σταματώ λίγο να ξεκουραστώ και ξαπλώνω βαριεστημένα στον καναπέ, πατώντας την τηλεόραση. Ξαφνικά, μουσική! Από εκείνη την παλιά, της άλλης εποχής. Ακορντεόν και κλαρινέτο. πετάγομαι, βγαίνω στο μπαλκόνι. Δυο άνδρες, αγνώστων λοιπών στοιχείων περιφέρονται στη γειτονιά παίζοντας. οι κυρίες απέναντι στο μπαλκόνι αδιαφορούν, μάλλον συζητάνε για κάτι σοβαρό. ο δίπλα παίρνει τηλέφωνο στο κινητό να ακούσει η φιλη του. Μια γιαγιά σταματάει λίγο να πλένει το μπαλκόνι της αναπολώντας ίσως. Τα παιδιά τους περιτριγυρίζουν κι εγώ βιντεοσκοπώ, ενώ ο ήλιος έχει αρχίσει να γλύφει το μπαλκόνι μου, σημάδι ότι η άνοιξη μπήκε για τα καλά.Ένα ζευγάρι κάτω στο δρόμο ψάχνει τους κάδους, σκουπιδιών και ανακύκλωσης. φαίνονται καλά ντυμένοι, οπότε μου κάνει εντύπωση. Απογοητευμένοι ίσως φεύγουν, οι μουσικοί που τόσο όμορφα αναστάτωσαν τη ρουτίνα μας σιγά σιγά προχωρούν να ξαφνιάσουν και κάποια άλλη γειτονιά και τα παιδιά συνεχίζουν το παιχνίδι τους...