Την Παρασκευή το πρωί, πριν χτυπήσει το ξυπνητήρι ξύπνησα ακούγοντας γυναικεία ουρλιαχτά. Στην αρχή, μισοκοιμισμένη θεώρησα ότι θα ήταν κάποιο ζευγαράκι που τσακωνόταν (γιεπ, συμβαίνει εδώ μερικές φορές) ή οδηγοί που θα βρίζονταν (κι αυτό συμβαίνει συχνά). Κι όμως, τα λεπτά περνούσαν και τα ουρλιαχτά συνέχιζαν.
Σηκώθηκα με ένα σφίξιμο από το κρεβάτι και πήγα στο μπαλκόνι. Μάλιστα. Μια γυναίκα - που δε μπορούσα να δω- ούρλιαζε και είχε μαζευτεί κόσμος έξω από μια πολυκατοικία.
Μετά από κανα δεκάλεπτο τα ουρλιαχτά σταμάτησαν, ένα μπλε βανάκι με φιμέ τζάμια ήρθε και κάτι φορτωσε και ο κόσμος συνέχισε να συγκεντρώνεται εκεί.
Το βράδυ γυρνώντας σπίτι άκουσα από δυο γειτόνισσες γιαγιάδες (που όλα τα μαθαίνουν και έμεναν εκεί απέναντι) ότι μαχαίρωσαν και σκότωσαν έναν Γεωργιανό που έμενε εκεί.
Σκότωσαν... δίπλα από το σπίτι μου... σκέφτηκα με φρίκη ότι αν εκείνο το πρωί δεν είχα αποφασίσει να πάω πριν από τη δουλειά σε μια βιβλιοθήκη οπότε και κανόνισα να φύγω από το σπίτι αργότερα, θα πέρναγα από εκεί τη στιγμή του μαχαιρώματος. Υπέροχα.
Σκότωσαν έναν άνθρωπο. Δε μας ενδιαφέρει γιατί. Το αστυνομικό δελτίο δεν είπε τίποτα.
Ξεκίνησα μουδιασμένη για τη βιβλιοθήκη. Ο καιρός ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με το μέσα μου: λιακάδα και ζέστη. Τέλειωσα από τη βιβλιοθήκη, πήρα έναν καφέ, ίσως τον τελευταίο παγωμένο καφέ για φέτος- μα που ακούστηκε Δεκέμβρη μήνα να έχουμε τέτοιες θερμοκρασίες?- και πήγα στη δουλεια. Παράξενη μέρα. Και κάθε φορά που σκεφτόμουν τα ουρλιαχτά ανατρίχιαζα.
-----
Με τούτα και με κείνα, είδα μια φίλη μετά τη δουλειά, αφού είχα χαθεί από προσώπου γης τελευταία και το κρύο μας έκανε την τιμή να μας χτυπήσει την πόρτα. Γύρισα σπίτι, παγωμένη μέσα και έξω.
Έπεσα με τα μούτρα στην εργασία για να μη σκέφτομαι. Τουλάχιστο έκανα κάτι δημιουργικό. Η επόμενη μέρα με βρήκε να χαζεύω τις νιφάδες που στροβιλίζονταν.
Θέλω να αλλάξουν πολλά. Δεν ξέρω πότε και πώς, ξέρω όμως ότι θα προσπαθήσω :)
αυτά τα ασυνάρτητα για τώρα!